-
1 οιμοι
тж. раздельно interj.1) выраж. скорби о горе мне!, увы!, ах!, о!(οἴ. ἐγὼ τλάμων! Soph.)
οἴ. πάτερ! Soph. — бедный отец!;οἴ. ταλαίνης τῆσδε συμφορᾶς! Soph. — о, какое ужасное несчастье!;οἴμ΄ ὡς τεθνήξεις! Arph. — ты погибнешь несчастный!;οἴ. μοι! Soph. — о горе мне, горе!οἴμ΄ ὡς ἥδομαι! Arph. — ах, как я доволен!
-
2 δυστάλας
A most miserable, S.Aj. 410, etc.: freq. in E. in fem., Med. 1028, al., masc. twice in E.,δ. σὺ τῆσδε συμφορᾶς Hipp. 1407
, cf. Supp. 1034.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστάλας
-
3 εὕρημα
A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4; ; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu. 561, Pl.Tht. 150d, al.; τύμπανα, Ῥέας.. εὑ. E.Ba.59, cf. HF 188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.2 c. gen., invention for or against a thing, remedy,τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp. 716
.II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ... κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl. 533;εὕ... οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med. 716
, cf. 553;εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190
;εὕ. γίγνεται τόδε E.El. 606
;ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46
;εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13
, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα.
См. также в других словарях:
οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… … Dictionary of Greek